2014/07/15

Πρα Πρανγκ Σαμ Γιοντ, Λομπούρι, Ταϋλάνδη



Πέντε τ’απόγεμα κι ο ήλιος κατεβαίνει πηχτός σαν αίμα. Καθώς περπατάω δίπλα στις γραμμές του τρένου βλέπω να υψώνονται στο τέρμα του δρόμου πύργοι στο χρώμα της ερήμου.



Τα τρία πρασάτ είναι χτισμένα με λατερίτη κι αμμόλιθο από τους Χμέρ στο στυλ του Μπαγιόν. Ο μεσαίος πύργος είναι ψηλότερος. Οι είσοδοι και τα παράθυρα μοιάζουν με πέταλα λωτού και τα ξύλινα ταβάνια είναι γεμάτα κρεμασμένες νυχτερίδες. Τ’αγάλματα έχουν αποχρωματιστεί στο πέρασμα των αιώνων, αγάλματα καθισμένα σε πέτρινα φίδια, αγάλματα γεμάτα αναθέματα, αγάλματα χωρίς κεφάλια, αγάλματα του Γκανέσα και του Βούδα με μαντήλια και κορδέλες στις διαβρωμένες και άνισες πέτρες.


Οι πύργοι, ο περίβολος, ολόκληρος ο λατρευτικός  χώρος, ολόκληρη η πόλη είναι γεμάτη μαϊμούδες. Οι μαϊμούδες σκαρφαλώνουν το ναό και τις στέγες και τους λιγοστούς επισκέφτες. Ένας Ταϊλανδέζος, σκεβρωμένες κι αλλοίθωρος σα δυσοίωνο φάντασμα τις ταϊζει απ’ένα πανέρι. Τα ρούχα του είναι λιωμένα και διάφανα και το δέρμα του γεμάτο τατουάζ.


Μια μικρή μαϊμού αρπάζει το χάρτη απ’τα χέρια ενός τουρίστα και σκαρφαλώνει στο ψηλότερο πρανγκ. Δυο άλλες μαϊμούδες ακολουθούν και κάθονται στην κορυφή του ναού, πάνω από τ’ανάγλυφα του ιερού φιδιού και τις εικόνες του Μποτισάτβα και παλέβουν ν’αποκρυπτογραφήσουν το μυστήριο.  Καθώς κοιτάζω τα μαγνητισμένα ζώα, το στομάχι μου σφίγγει: αυτή σκέφτομαι, είναι μια πλήρης εικόνα του ανθρώπου και του κόσμου μας. Είμαστε μαϊμούδες σκαρφαλωμένες σε ερείπια που προσπαθούν να διαβάσουν χάρτες δίχως νόημα.


Στα βόρεια του ναού, οι μαϊμούδες έχουν καταλάβει μια χαλασμένη πολυκατοικία. Κάθονται στα μπαλκόνια και κρέμονται από τα κικλιδώματα. Ανεβαίνουν σύρματα και σκαλωσιές και πιάνουν πόστα στην ταράτσα. Τις κοιτάζω αδιάφορα κάτω από γράμματα σβηστά και γιγάντια, το όνομα μιας ξεχασμένης διαφήμισης.


Μέσα στους πύργους όλα τ’αγάλματα μένουν σπασμένα κι ακέφαλα.



Σάπιες μυρωδιές γεμάτες υγρασία, βαριές μυρωδιές σκουπιδιού και ζώου: ένα ζευγάρι Γάλλων προσπαθεί να τινάξει τις μαϊμούδες που έχουν ανέβει στα κεφάλια τους. Ένας Ρώσος φωτογραφίζεται μπροστά στον γελαστό Μποτισάτβα. Γαλήνιος στη θέση του λωτού εποπτεύει τ’απομεινάρια άλλων καθιστών αγαλμάτων.


Οι σπασμένες πέτρες και τα κόπρανα των ζώων απορροφούν τις τελευταίες αχτίνες του ήλιου που πέφτουν σαν εμετός. Κάνω να φωτογραφίσω το ναό και μια μαϊμού πιάνεται από το μπράτσο μου και μου κατεβάζει το χέρι. Μπαίνω και πάλι μέσα στους πύργους και περπατάω μόνος το σκοτεινό διάδρομο. Κοιτάζω πίσω από τα κάγκελα τις πλάτες των αγαλμάτων και τις γενιές των ζώων που λιάζονται αδιάφορα.


 Ένα δυσκίνητο θηλυκό, πρησμένο, με τεντωμένο στομάχι και σακούλες για μαστούς με κοιτάζει με ηλίθια μάτια. Όλα τα ζώα έχουν κατακόκκινους πρωκτούς, όπως οι αφρικάνοι μπαμπουίνοι, αλλά στερούνται επιθετικότητας. Το μόνο αίσθημα που τους απομένει είναι μια θεμελιώδης κι ενοχλητική περιέργεια, μετριασμένη κατα τι από την Αιώνια Επιστροφή τούτης της μέρας: πολύχρωμα δίποδα που περπατούν βαστώντας χάρτες, δίποδα που δείχνουν και βγάζουν φωνές και που δίχως άλλως έχουν έρθει για να μας ταίσουν, παράξενα δίποδα που έλκονται από πεσμένες πέτρες.


Πώς λέγεται τ’αντίθετο του διαφωτισμού; Κατακλύζομαι από μια σκοτεινή κι άγρια επίγνωση και φεύγω σχεδόν πανικόβλητος.