2012/08/22

Τζακάρτα, Ινδονησία


Ίντιλ Φίτρι, λήξη του Ραμαζανιού, κι η πόλη φαίνεται άδεια και δίχως τη διαβόητη κίνηση στους δρόμους: από το Κεμάνγκ οδηγάμε σε μισή ώρα στην παλιά Μπατάβια. Όλα τα μαγαζιά είναι κλειστά, ακόμα και τ’ομώνυμο καφέ στην πλατεία. Λιγοστοί τουρίστες φωτογραφίζονται έξω από το παλιό κυβερνείο, κι αγοράζουνε πλαστικά νεροπίστολα και μικρούς χαρταετούς από πλανώδιους πωλητές. Διπλά πολύχρωμα ποδήλατα σε αυστηρές σειρές αστράφτουν στο μεσημεριάτικο ήλιο δίπλα από καρότσια που φτιάχνουν μπάκσο, την παραδοσιακή σούπα με κεφτέδες. Τα μουσεία είναι αμπαρωμένα κι όλα τα άλλα χτίσματα καταρρέουν από εγκατάλειψη. Οι Ινδονήσιοι δε φαίνεται να νοιάζονται για την αποικιοκρατική ιστορία τους και τους Ολλανδούς. Τα πάντα, οι παλιές εμπορικές αντιπροσωπείες, το ταχυδρομείο και τα διάφορα πολύστυλα, παραπαίουν βρώμικα, με πεσμένες στέγες, ξεφτισμένες μπογιές και βουλιαγμένα πατώματα. Μ’αρέσει αυτή η κομψή παρακμή ενός κόσμου στα όρια της εξαφάνισης: ξελουρισμένες, γεμάτες γκραφίτι, κολώνες, απολιθωμένοι φρουροί του παρελθόντος κοιτάζουν σε απόσταση, πέρα από τα λύμματα και τ’αλουμίνια και τις παράγκες δίπλα στο ποτάμι, την καινούρια καρδιά της πόλης, τη γεμάτη ουρανοξύστες και μέλλον.


            Βγαίνω στο λιμάνι να φωτογραφίσω τις παλιές βάρκες που κουβαλάνε εμπορεύματα σε εκατό νησιά. Τρεις τύποι ψαρέβουν. Ένας σκύλος τριγυρνάει και με μυρίζει. Ο δρόμος μοιάζει κατάλευκος, και καθρεφτίζει έναν ακίνητο και καυτό ουρανό. Δακρύζουν τα μάτια μου, καθώς παλέβω να δω πέρα από τους μακρινούς φάρους τον ορίζοντα, όπως τον έχουνε δει χιλιάδες, εκατομμύρια άντρες, αμέτρητες γενιές γιαβανέζων ναυτικών.


            Ώρες αργότερα, βρίσκω ανοιχτό εστιατόριο μόνο σε ξενοδοχείο στο Αχτσόλ, τρώω πάπια, και στην επιστροφή συλλογίζομαι όλα τα κλειστά μπαρ του νότου: αλλά έχω αρρωστήσει, το στομάχι μου έχει γυρίσει και ανάμεσα σε κούραση, ιδρώτα κι εμετούς, ξαπλώνω άυπνος μέχρι το πρωινό της επιστροφής.