2012/07/09

Κουτσίνγκ, Σαραγουάκ, Βόρνεο


Τα πολύχρωμα σαμπάν περνάνε τον κόσμο απέναντι, διασχίζοντας τον νωχελικό Σαραγουάκ: από τα καινούρια ξενοδοχεία, το παζάρι της Τσάϊνατάουν και τα ντοκς του Μπρουκ, στην Αστάνα, το Νομοθετικό Συμβούλιο και το Φρούριο της Μαργαρίτας. Αρχαία ζωή, βαρκάρηδες που ακόμα τραβάνε κουπί αν και έχουνε μηχανές, σκεβρωμένες γριές όλο φλέβες και μαντίλια, καθισμένες δίπλα σε τουρίστες με κάμερες λουρισμένες στο λαιμό τους. Ο ήλιος, αν και δεν έχει ψηλώσει ακόμα, καίει σβέρκους και μουσκέβει ρούχα. Τα νερά του ποταμού βρωμάνε από ανθρώπους, λύμματα και πετρέλαιο, αλλά αν σηκώσεις τα μάτια, πίσω από την υγρασία και τους πράσινους θόλους κάποιου καινούριου τζαμιού, διακρίνεις τα βουνά και τη ζούγκλα.


Το Κουτσίνγκ βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του Βόρνεο και είναι το διοικητικό κέντρο του Σαραγουάκ, κομητείας της ανατολικής Μαλαισίας. Στα βορειοανατολικά του νησιού βρίσκεται η διοικητική περιφέρεια του Σαμπά, επίσης μαλαισιανή, κι ανάμεσα σφηνωμένο είναι το Σουλτανάτο του Μπρουνάι. Τα υπόλοιπα δυο τρίτα του νησιού, κέντρο και νότος, ανήκουνε στους Ινδονήσιους, που αποκαλούνε το δικό τους Βόρνεο, Καλιμαντάν. Γύρω στο 1840, ο Τζέιμς Μπρουκ, της εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, έλαβε από το Σουλτάνο στο Μπρουνάι – που στον καιρό της μέγιστης επέκτασης του Σουλτανάτου έφτανε τη δικαιοδοσία του μέχρι τα νότια νησιά των Φιλιππίνων – άδεια κι εντολή να ειρηνέψει από εξεγέρσεις και πειρατές το Σαραγουάκ. Κι αυτή ήτανε η αρχή της δυναστείας των Μπρουκ, των Λευκών Ηγεμόνων: τον άτεκνο Rajah Τζέημς διαδέχτηκε ο ανηψιός του Τσαρλς, ο οποίος έχτισε την Αστάνα και το Φρούριο, που πήρε το όνομα της γυναίκας του, κι αυτόν διαδέχτηκε ο γιός του, Τσαρλς Βάινερ, τελευταίος λευκός βασιλιάς της Ανατολικής Ασίας, που έδωσε την επαρχία στη Βρετανική Αυτοκρατορία το 1946.
            Καθώς περπατά κανείς παράλληλα με το ποτάμι, με τα σουρρεαλιστικά τόξα του Συμβουλίου να δεσπόζουν στην αντίπερα όχθη, φτάνει στην κατάλευκη φυλακή που είναι χτισμένη στην προβλήτα. Η αμπαρωμένη πύλη και τα παράθυρα, φέρουν το  οικόσημο των Μπρουκ, τα χρώματα του οποίου υιοθέτησε ως πολιτειακή σημαία το Σαραγουάκ. Ο ασβός βρίσκεται πάνω στην ασπίδα-έμβλημα των λευκών βασιλιάδων, αλλά απουσιάζει, για λόγους ευνόητους, το motto των Μπρουκ, dum spiro spero.


Την εποχή που έχτισε την Αστάνα, το Οχυρό και τη Φυλακή, ο Τσαρλς Μπρουκ αποφάσισε να καταστήσει την πόλη κομβικό εμπορικό κέντρο με ισχυρή μέση τάξη και γιαυτό προσκάλεσε χιλιάδες κινέζους των νοτίων επαρχιών να εγκατασταθούν. Οι κινέζοι μετανάστες γρήγορα έστησαν επιχειρήσεις, παζάρια, ναούς και σχολεία, προσθέτοντας άλλη μια πόλη, άλλο ένα νησί, στην εποποιία της κινέζικης διασποράς.


Μπαίνω στο μουσείο, απέναντι από το νεοκλασσικό χτίσμα του παλιού ταχυδρομείου. Αφού χορταίνω φορεσιές, χαλιά και καπέλα, ανηφορίζω παράλληλα με την Αγγλικάνικη Ιεραποστολή, μέχρι που φτάνω στο στοιχειωμένα εμβληματικό Μερντέκα Πάλας Χοτέλ. Το ξενοδοχείο στεγάζει τη Βικτώρια Άρμς, ίσως την καλύτερη παμπ σε ολόκληρο το Βόρνεο, αλλά δεν έχω χρόνο παρά για ένα ποτήρι. Δίπλα, το εθνολογικό μουσείο πάνω στο λόφο, είναι το παλιότερο της νοτιανατολικής Ασίας, κι ο Γάλλος αρχιτέκτονας που τόφτιαξε, θέλησε να μοιάζει με το δημαρχείο της πόλης του στη Νορμανδία. Η μνήμη μου συγκρατεί βαλσαμωμένα αγριογούρουνα και σκελετούς φάλαινας, τοτέμ και κρανία, σπαθιά και ρολόγια που βρέθηκαν σε στομάχια κροκοδείλων. Ύστερα, τα μουσεία αποχτούν τη θολούρα της ταχύτητας, απολιθώματα, πουλιά, γλυπτά από τσίγκινα κουτιά κι αραβουργήματα σε βαριές ξύλινες πύλες.



Οι μέρες γλυστράνε ιδρωμένες, η μια πάνω στην πλάτη της άλλης, και οι ώρες στάζουνε πηχτές. Περπατάω στον περίβολο του Φρουρίου της Μαργαρίτας και βλέπω: χωρίς σημαία το κοντάρι στο κέντρο, βουλωμένα κι άχρηστα τα κανόνια που κοιτάζουν το ποτάμι, σπασμένα τα κυάλια στο παρατηρητήριο, αμπαρωμένος ο πυργίσκος δίπλα στην πύλη. Κατάλευκο τείχος που κουράζει τα μάτια και ξαφνικά, μέσα σένα κυλινδρικό δωμάτιο στις επάλξεις, δυο κρανία κρέμονται. Ο ανώνυμος φύλακας που δεν είδα πουθενά, έβαψε μια λευκή νεκροκεφαλή στην κατάμαυρη πόρτα, ως προειδοποίηση. Χαμογελάω. Τόσα κρανία στο Σαραγουάκ, κρανία σε μουσεία και σε κάστρα, κρανία στις παραδοσιακές κατοικίες των Ιμπάν, κρανία σε στάμπες σε τουριστικά μπλουζάκια. Ασυναίστητα, φέρνω το χέρι μου στο δικό μου κρανίο και χαϊδεύω το ιδρωμένο κεφάλι μου. Κατηφορίζω προς το ποτάμι και το μεγάλο σταυρό που σημαδεύει το μνημείο για τις γυναίκες των Μπρουκ. Για λίγο μένω ακίνητος: ησυχία, σταυρός, ήλιος, οχυρό, κρανία.



Η Αστάνα δεν είναι προσβάσιμη, όπως όλα τα μαλαισιανά κυβερνητικά χτίρια και καθώς ο ήλιος φτάνει στο ζενίθ, περπατάω μέχρι τον Κήπο με τις Ορχιδέες για δροσιά. Καμία δροσιά, βαριά υγρασία και μισή ώρα αργότερα παίρνω ταξί για το κυβερνείο του βορείου τμήματος της πόλης. Εκεί στεγάζεται το μουσείο των γατών, ένας παράξενος φόρος τιμής στις γάτες, στην ιστορία, τη μυθολογία και τη θέση τους στη σύγχρονη κουλτούρα. Το Κουτσίνγκ αγαπά τις γάτες του περισσότερο κι από την Ούλθαρ, κι η πόλη είναι γεμάτη αγάλματα γατιών.
            Τουριστικό χρέος: το κρουαζιερόπλοιο κατηφορίζει το ποτάμι και βλέπει κανείς βίλλες χτισμένες για Μαλαισιανούς υπουργούς, σκελετούς καινούριων ξενοδοχείων που σηκώνονται, γέφυρες, σαπισμένες προβλήτες και ημικατεστραμμένα ντοκς, μπλεγμένα αλφάβητα παρακμής και προόδου. Ο νέγρος σερβίρει μικρά κέικ και πορτοκαλάδες και ένα χορευτικό γκρουπ δείχνει παραδοσιακούς χορούς.


Από τους Ντάγιακς του Βόρνεο – Πενάν, Ουλού, Μελανάου – περισσότερο φλογίζουν τη φαντασία μου οι κεφαλοκυνηγοί Ιμπάν: ξεκινά η ζωή σου στις μακρές κατοικίες, δίπλα στα ποτάμια και στ’ανοίγματα του βροχοδάσους. Κοιμάσαι στην κοινή σάλα, κάτω από τα μαυρισμένα κρανία των εχθρών, που κρέμονται από τα δοκάρια της οροφής, κρατημένα από λουρίδες ρατάν και μπαμπού. Από τις παλάμες μέχρι το λαρύγγι είσαι γεμάτος παραδοσιακά στίγματα κι οι λοβοί των αυτιών σου έχουν μακρύνει απτα βαρίδια και φτάνουν τους ώμους σου. Έρχεται η ώρα του γάμου σου και για προίκα, θα πρέπει να φέρεις κεφάλια στη σάλα, να τα κρεμάσεις και συ με τη σειρά σου στα δοκάρια της οροφής, πάνω από κει που κοιμούνται οι νεαρότεροι πολεμιστές. Ιεραπόστολοι, λευκοί βασιλιάδες, κυβερνήσεις περνούν, τα χρόνια περνούν, τα πάντα αλλάζουν, αλλά οι εχθροί πάνε κι έρχονται: φυλές επήλυδων από το Καλιμαντάν, κομμουνιστές αντάρτες, Μαντουρέζοι έποικοι από την Ιάβα...


Περιφέρομαι λουσμένος στον ιδρώτα στο τουριστικό χωριό, μία ώρα έξω από το Κουτσίνγκ. Όλος ο οικισμός είναι σα ζωντανό μουσείο με ηθοποιούς σε ρόλο παραδοσιακών πολεμιστών. Η παράσταση έχει και χορούς σε κλιματιζόμενη αίθουσα. Αναπαράσταση παραδοσιακής ζωής, με πληροφορεί το εισητήριο. Σε τι γαμημένα χρόνια ζω, σκέφτομαι, και μπαίνω να στεγνώσω.