2012/10/02

Μπάτου Μαούνγκ/Πολεμικό Μουσείο, Πενάνγκ, Μαλαισία

Στα πρώτα χρόνια της βρετανικής κατοχής, μετά την άρνηση των ντόπιων να καθαρίσουν το βροχοδάσος στα νότια και τ’ανατολικά του νησιού, ο κυβερνήτης έδωσε εντολή να βληθούν με κανόνια μπάλες γεμάτες νομίσματα στην καρδιά της ζούγκλας. Ύστερα από το σχετικό προμόσιον, το νησί υλοτομήθηκε ταχύτατα.


Οι οχυρώσεις, τα τούνελ, οι αποθήκες κι οι στρατώνες φτιάχτηκαν τη δεκαετία του 1930 από τους μηχανικούς του βρετανικού στρατού κι όπως όλες οι οχυρώσεις στη ΝΑ Ασία, στάθηκαν παντελώς άχρηστες να σταματήσουν την επέλαση του Γιαμασίτα το 1941. Οι Γιαπωνέζοι μετέτρεψαν το φρούριο σε φυλακή, χώρο ανακρίσεων και βασανιστηρίων και στρατιωτικό μπουρδέλο στελεχωμένο με σκλάβες από τις καταχτημένες χώρες. Μετά το 1945 ο Στοιχειωμένος Λόφος εγκαταλείφθηκε κι η ζούγκλα τον ξανακέρδισε μέχρι που αποφασίστηκε να γίνει τουριστική ατραξιόν και αρένα για πέιντμπωλ δέκα χρόνια πριν.

          Κλειστοφοβικοί κοιτώνες, όργανα βασανιστηρίων και κρανία, τουρίστες, υπερτιμημένα εισητήρια και μπογιατισμένες σανίδες με σκελετούς και σπαθιά, σα θρανίο δεκαπεντάχρονου μεταλλά: το μουσείο ισορροπεί ανάμεσα στο εμβληματικό και το γελοίο.


2012/09/24

Τζωρτζτάουν, Πενάνγκ, Μαλαισία




Η λάκσα στην Πενάνγκ διαφέρει απ’αυτές που έφαγα στο Βόρνεο, τη Σινγκαπούρη ή την ηπειρωτική Μαλαισία. Στην πρώτη μπουκιά διαπιστώνω ότι εκτός από τη σαρδέλλα έχουν προστέσει ανανά και μέντα – μια παρανοϊκή συμφωνία γεύσεων. Δεν κατορθώνω ν’αδειάσω το μπωλ μου και συμπληρώνω το πρώτο γεύμα μου με ομελέτα και τηγανητά μύδια. Καθαρίζω το λαρύγγι μου με χυμό από ζαχαροκάλαμο και βγαίνω στον ήλιο.

             
Γαστρονομικά, το νησί βρίσκεται κάπου ανάμεσα στη ΝΑ Ασία και τον αστερισμό της Ανδρομέδας. Υπάρχουν βόρειες επιδράσεις, από τον καιρό που το Σουλτανάτο του Κεντά προσπαθούσε να προστατέψει την περιοχή από τις επελάσεις των Σιαμέζων και των Βιρμανών. Η ταϊλανδέζικη κουζίνα είναι εξαιρετική σε όλη τη Τζωρτζτάουν, και κυρίως στην ιστορική προβλήτα, όπου μπορεί κανείς να φάει τομ γιαμ σούπα ακόμα και με διάφανο, αντί για κόκκινο ζουμί. Φυσικά βρίσκει κανείς και όλα τα κινέζικα, μαλαίυ και ινδιάνικα πιάτα, όπως σε όλη τη χερσόνησο και τα στενά. Αστόχαστα τρώω καφτερά στην απογεματινή κάψα, αλλά εκδηλώνοντας σπάνια σωφροσύνη, πίνω γιαούρτι με γεύση μάνγκο αντί για το συνηθισμένο μου επιδόρπιο, τα δυο μπουκάλια μπύρα.


Ολόκληρη η Τζωρτζτάουν έχει ανακηρυχθεί μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς από την Ουνέσκο. Πέρα από από την αποικιακή αρχιτεκτονική, κινέζικες τεχνοτροπίες του 19ου και του πρώιμου 20ου αιώνα εκπροσωπούνται από βουδικούς και ταοϊστικούς ναούς, από τα κεντρικά συντεχνιών και οργανώσεων, από σπίτια και μαγαζιά. 


Επισκέφτομαι τη Γαλάζια Έπαυλη του Τσονγκ Φατ Τζε, πλήρως αναστηλωμένη και πλέον λειτουργική, ως ξενοδοχείο κι ως αξιοθέατο με εισητήριο και ξενάγηση. Γνωστός εκ περιτροπής ως τελευταίος μανδαρίνος, πρώτος καπιταλιστής ή Ροκφέλλερ της Ανατολής, αποφάσισε στα 70 του να παντρεφτεί για έβδομη φορά – αλλά για πρώτη, από έρωτα – μια 17χρονη. Η ξεναγός μας είναι 70, είμαι σίγουρος. Υπάρχει συμμετρία σε κάτι τέτοιες υποθέσεις. Περιφέρομαι και κοιτάζω όλα τα άριστα διατηρητέα και θεμελιωδώς αχρείαστα αντικείμενα, κειμήλια πλέον μιας εποχής χαμένης, γεμάτη πτυελοδοχεία από πορσελάνη, δοχεία νυχτός, μουσικά κουτιά και ραπτομηχανές.



Επισκέφτομαι κι άλλες επαύλεις και ναούς και γεμίζουν τα μάτια μου ξυλόγλυπτα, θυμιάματα και μπογιατισμένους δαίμονες σε δίφυλλες πόρτες. Οι εκκλησίες, τα μουσεία και τα κυβερνητικά χτίρια αστράφτουν κατάλευκα. Παντού είναι εμφανής η αγάπη των Άγγλων για γκαζόν και περιστύλια και συναγωνίζεται το πάθος των κινέζων και των μουσουλμάνων για αραβουργήματα, κόκκινα φανάρια και δράκους.


 Ο Φράνσις Λάιτ γεννήθηκε μπάσταρδος από μια χωριάτισσα στο Σάφολκ, αλλά η υιοθεσία τον έσωσε από την ανέχεια και την ασημαντότητα. Μετά από χρόνια στο βασιλικό ναυτικό και την Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, προσάραξε στην Πενάνγκ κι ανέλαβε να την οχυρώσει για προστασία από τους Σιαμέζους και τους Γάλλους, που δεν επιτέθηκαν ποτέ. Το οχυρό Cornwallis πήρε τ’όνομα από τον γνωστό στρατηγό που ηττήθηκε από τον Ουάσινγκτον στον πόλεμο της αμερικάνικης ανεξαρτησίας, αλλά η καρριέρα του στην Εταιρεία συνεχίστηκε μέχρι που ανέλαβε κυβερνήτης στην Ινδία. Αρχικά, οι οχυρώσεις ήτανε πάσσαλοι και φοίνικες αλλά γρήγορα επεκτάθηκαν και γέμισαν πέτρες και κανόνια. Από τα πρώτα χρόνια του φρουρίου, παραμένουν η αποθήκη πυρομαχικών και το ξωκλήσι. Τα παραταγμένα κανόνια φέρουνε τη σφραγίδα του βρετανικού στέμματος, εκτός από ένα που επιδικνύει το VOC της Ολλανδικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών και που χορηγήθηκε στο φρούριο άθελά του μετά από ναυάγιο.


 Ο Φράνσις Λάιτ πέθανε νέος, όπως και ο διάδοχός του και ο διάδοχος του διαδόχου του και όλοι ετάφησαν στο παλιό προτεστάντικο νεκροταφείο. Το μπρούτζινο άγαλμα στην είσοδο του φρουρίου φέρει επιγραφή ότι εικονίζει τον πρώτο κυβερνήτη αλλά τα χαρακτηριστικά του θυμίζουν άλλον. Από το σπαθί μόνο η λαβή μένει, το υπόλοιπο έλιωσε για να χρησιμοποιηθεί από τους Ιάπωνες ή κατά της ιαπωνικής κατοχής. Δεν είμαι σίγουρος. Βγαίνοντας, στον κήπο έξω από το φρούριο ο ινδός πουλά παγωτά. Τέσσερεις μπάλες, μια από ντούριαν, μια από φασόλι, μια από καλαμπόκι και μια από γλυκοπατάτα. Φτύνω στο γκαζόν αηδιασμένος και φεύγω.

2012/09/18

Πενάνγκ, Μαλαισία: το παλιό προτεστάντικο νεκροταφείο ( 1789-1892)




  Κοιτάζω τις χαραγμένες χρονολογίες σε πλάκες και σταυρούς και συλλογίζομαι πόσο πρώωρα και πόσο άδικα χάθηκαν όλοι, κάποιοι από χολέρα, οι περισσότεροι από ελονοσία.  Ο πρώτος κυβερνήτης, διάφοροι ναύτες κι έμποροι, ιερείς και γραφειοκράτες μοιράζονται το χώμα με όλες τις μαραμένες Αγγλίδες και τ’ανήλικα παιδιά τους. 12 Κινέζοι χριστιανοί κατάφεραν να  γλιτώσουν από την Εξέγερση των Μπόξερ, αλλά χάθηκαν στην Πενάνγκ από τα κουνούπια, τους βάλτους, τη ζούγκλα και την έλλειψη υγιεινής κι αποστειρωμένων εργαλείων. Μοιράζονται το ίδιο χώμα με Αρμένηδες και Γερμανούς κι αυτοί συγκατοικούν με την αφρόκρεμα της αποικίας, τους Μπράουν, τους Σκοτ και τους αδερφούς Λόγκαν.


            Πάνω από 100 τάφοι δεν έχουν αναγνωριστεί ακόμα και μόλις μερικές δεκάδες στέκονται εμβληματικά με θόλους, κολώνες κι αναθέματα. Πριν την επέκταση της Τζωρτζτάουν, το κοιμητήρι θα ήταν στα όρια της πόλης και της ζούγκλας, σύμμετρο και ταιριαστό με τα αίτια του χαμού των ταφέντων. Σήμερα βρίσκεται ανάμεσα σε ξενοδοχεία, αναστηλώσεις και παραλίες, αλλά παραμένει χώρος που σε στοιχειώνει. Σμήνη από κουνούπια, ιδρώτας, παλιές μυρωδιές από υγρασία, λειχήνες και λάσπη, δέντρα που χαμηλώνουν τα κλαδιά τους – οι εντυπώσεις μου είναι παράξενα ονειρικές. Τα χέρια μου αγγίζουν τις πλάκες και τα δέντρα και ξεσκαλώνω δύσκολα και χωρίς να το θέλω: ένα γκρουπ τουρμπάνια και γενειάδες μπαίνει και αρχίζει να διαβάζει τις πλάκες, ένα άλλο τσούρμο – μοντέλο, φωτογράφος, φωτιστής – ετοιμάζεται.


            Γυρίζω, κοιτάζω την χαμηλή, μισάνοιχτη καγκελόπορτα, και περνάω απέναντι.


2012/08/22

Τζακάρτα, Ινδονησία


Ίντιλ Φίτρι, λήξη του Ραμαζανιού, κι η πόλη φαίνεται άδεια και δίχως τη διαβόητη κίνηση στους δρόμους: από το Κεμάνγκ οδηγάμε σε μισή ώρα στην παλιά Μπατάβια. Όλα τα μαγαζιά είναι κλειστά, ακόμα και τ’ομώνυμο καφέ στην πλατεία. Λιγοστοί τουρίστες φωτογραφίζονται έξω από το παλιό κυβερνείο, κι αγοράζουνε πλαστικά νεροπίστολα και μικρούς χαρταετούς από πλανώδιους πωλητές. Διπλά πολύχρωμα ποδήλατα σε αυστηρές σειρές αστράφτουν στο μεσημεριάτικο ήλιο δίπλα από καρότσια που φτιάχνουν μπάκσο, την παραδοσιακή σούπα με κεφτέδες. Τα μουσεία είναι αμπαρωμένα κι όλα τα άλλα χτίσματα καταρρέουν από εγκατάλειψη. Οι Ινδονήσιοι δε φαίνεται να νοιάζονται για την αποικιοκρατική ιστορία τους και τους Ολλανδούς. Τα πάντα, οι παλιές εμπορικές αντιπροσωπείες, το ταχυδρομείο και τα διάφορα πολύστυλα, παραπαίουν βρώμικα, με πεσμένες στέγες, ξεφτισμένες μπογιές και βουλιαγμένα πατώματα. Μ’αρέσει αυτή η κομψή παρακμή ενός κόσμου στα όρια της εξαφάνισης: ξελουρισμένες, γεμάτες γκραφίτι, κολώνες, απολιθωμένοι φρουροί του παρελθόντος κοιτάζουν σε απόσταση, πέρα από τα λύμματα και τ’αλουμίνια και τις παράγκες δίπλα στο ποτάμι, την καινούρια καρδιά της πόλης, τη γεμάτη ουρανοξύστες και μέλλον.


            Βγαίνω στο λιμάνι να φωτογραφίσω τις παλιές βάρκες που κουβαλάνε εμπορεύματα σε εκατό νησιά. Τρεις τύποι ψαρέβουν. Ένας σκύλος τριγυρνάει και με μυρίζει. Ο δρόμος μοιάζει κατάλευκος, και καθρεφτίζει έναν ακίνητο και καυτό ουρανό. Δακρύζουν τα μάτια μου, καθώς παλέβω να δω πέρα από τους μακρινούς φάρους τον ορίζοντα, όπως τον έχουνε δει χιλιάδες, εκατομμύρια άντρες, αμέτρητες γενιές γιαβανέζων ναυτικών.


            Ώρες αργότερα, βρίσκω ανοιχτό εστιατόριο μόνο σε ξενοδοχείο στο Αχτσόλ, τρώω πάπια, και στην επιστροφή συλλογίζομαι όλα τα κλειστά μπαρ του νότου: αλλά έχω αρρωστήσει, το στομάχι μου έχει γυρίσει και ανάμεσα σε κούραση, ιδρώτα κι εμετούς, ξαπλώνω άυπνος μέχρι το πρωινό της επιστροφής.