2011/10/22

Μπανγκόκ, Ταϋλάνδη











Περπατάω δίπλα στα νερά του Τσάο Πράγια κι αναρωτιέμαι αν ο Τζιμ Τόμσον ήτανε κατάσκοπος. Ξέρω ότι στην Ταϋλάνδη τον έστειλε ο επικεφαλής του OSS κι ύστερα, είναι κι αυτή η παράξενη ιστορία με την εξαφάνισή του στα υψίπεδα του Κάμερον το 67. Σε γενικές γραμμές δεν έχω κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα μετάξια και τις εξαγωγές του - έζησα χρόνια στην Κίνα κι επισκέφτηκα πολλές πόλεις στο δρόμο του μεταξιού - αλλά το σπίτι του είναι από τις μεγαλύτερες τουριστικές αττραξιόν στην Μπανγκόκ. Δεν είναι μόνο τα πέντε κόκκινα ξύλινα χτίσματα που ακολουθούν τη σιαμέζικη, παραδοσιακή τεχνική: ο Τόμσον ήταν ο ίδιος αρχιτέκτονας πριν φτάσει στην Ασία ως αξιωματικός του ναυτικού στα τέλη του πολέμου και βρήκε την ευκαιρία να φτιάξει το ιδανικό του σπίτι, με αρχαίους βούδες στον κήπο, οργανωμένους κήπους, μαρμάρινα πατώματα από την Ιταλία και βέλγικους πολυέλαιους. Έτσι έζησε, φαντάζομαι, σε έναν υβριδικό κόσμο, ως πραγματικός βασιλιάς στο κάστρο του. Στην άλλη μεριά του ποταμού, απέναντι από την προβλήτα που άραζαν οι βάρκες με τα εμπορεύματά του, ζούσαν οι μουσουλμάνοι συνεργάτες του. Δε βλέπω να έχει αλλάξει ιδιαίτερα αυτή η μεριά της πόλης από τότε. Πρέπει να είναι η μοναδική, ωστόσο.







Η Μπανγκόκ ακολουθεί τις αρχές του οργανωμένου χάους, ταχύτητα, ντεσιμπέλ, αμάξια, τουκ-τουκ κι ανθρωποθάλασσα. Πηγαίνω στο Γκραν Παλαί που έχτισε ο Ράμα ο Πρώτος για να ξεφύγω, αλλά ατυχώ. Μοιάζει να έχει εκπορθηθεί από εκατό χιλιάδες ρώσους τουρίστες. Κύμματα ιδρωμένης σάρκας σκάνε πάνω σε σκαλιά κι αγάλματα, το χρυσάφι απ'τους ναούς και τις παγόδες αντανακλά τα χιλιάδες φλας, αμέτρητες ιδρωμένες σαγιονάρες αθροίζονται δίπλα στην μεγάλη πόρτα. Προσπαθώ να θυμηθώ την ιστορία του Ράμα και του παλατιού, έφυγε σε εκστρατεία, άρπαξε μια λαοσιανή πριγκίπισα από τη Βιεντιάν, γύρισε κι έφτιαξε το παλάτι του.Σε μια πλατφόρμα πίσω από μια παγόδα υπάρχει μια πέτρινη μινιατούρα του Άνγκορ Βατ που θυμίζει την ανάμιξη και τους πολέμους των Χμερ και των Τάι και πως οι Γάλλοι σώσανε την Καμπότζη από εξαφάνιση ως χώρα το 1860 και διάφορες άλλες ιστορίες που ποτέ δεν τελειώνουν. Φεύγω από το παλάτι και πίνω καφέ στην καφετέρια του ναυτικού ομίλου. Έχω ιδρώσει μέχρι τα ούλα, αλλά βγαίνω μετά από λίγο και προσπαθώ να βρω το πελώριο άγαλμα του Ξαπλωτού Βούδα. Οι μοναχοί μόλις έχουνε ξεκινήσει τις προσευχές και δε μπορώ να βγάλω εισιτήριο. Μπαίνω στην αρχαία βάρκα και περνάω στην άλλη μεριά του ποταμού και ξαφνικά προσέχω τις σπείρες του Γουότ Αρούν, του Ναού της Αυγής. Δεν έχω δει πολλά ομορφότερα μέρη στη ζωή μου.







Σιλόμ, Σάλα Ντενγκ, Εθνικό Στάδιο, Χρυσό Βουνό..ανεβαίνω πάλι στο μοναστήρι και χτυπάω τα γκονγκ και τις καμπάνες, χαίρομαι να κάνω θόρυβο σα μικρό παιδί. Φταίει που κάτι κουρδίζεται στο μυαλό μου κάθε φορά που μπαίνω στην Ταϋλάνδη, ίσως οι μυρωδιές, ίσως οι μπύρες. Περπατάω στους τρεις δρόμους στην Πατπόνγκ, είναι πρωί ακόμα, αλλά δεν πειράζει, οι φωτεινές πινακίδες - girls, girls, girls, super pussy - φωτίζουν τα μέσα σκοτάδια. Καταλήγω σε ιρλανδέζικη παμπ, αλλά πίνω τσανγκ, πίνω τάνκερς ολόκληρα, μιλάω με διάφορους άλλους εκπατρισμένους και προκρίνω πως είναι καλή ιδέα να πάω να δω κάποιο σώου. Ναρκοληπτικές χωριάτισσες τινάζουνε μπαλάκια από το μουνί τους, οι μεθυσμένοι σκύβουνε, σηκώνω τη ρακέτα, κι ύστερα παίζω, στην περιφέρεια της ματιάς μου το σόου ποικίλει, κορδόνια με χάντρες που βγαίνουν από μουνιά, μπαλόνια που φουσκώνουνε από μουνιά, βελάκια που τινάζονται από μουνιά, υπερτιμημένες μπύρες και πριν αδειάσει τελείως το μυαλό, η αναγκαστική επιστροφή μέχρι το δρομάκι απέναντι απ'το χριστιανικό νοσοκομείο και το δωμάτιο των 900 μπατ.






Το μνημείο έχει ανάγλυφα και οβελίσκους και δυο σιντριβάνια όπου λούζονται δυο άστεγοι. Απέναντι, όπως ήξερα ότι θα υπάρχει, όπως υπάρχει απέναντι από κάθε σοβαρό επαναστατικό μνημείο στον πλανήτη, υπάρχει μπύρα και σάντουιτς με ζαμπόν σε ένα ιμιτασιόν μεξικάνικο. Διάφοροι τύποι προσπαθούν να με πείσουνε να πάω να δω κι άλλα μνημεία παραδίπλα, αλλά έχω χορτάσει βούδες. Πίνω μπανίζοντας ασπρόμαυρες φωτογραφίες και κάτι βυζιά δίπλα στο μπιλιάρδο. Ο τωρινός βασιλιάς είναι ο Ράμα ο Πέμπτος ή ο Έκτος; Μόλις πριν μια ώρα το έμαθα. Στο τέλος, περπατάω αβέβαια στο ψιλόβροχο μέχρι την Κάο Σαν. Έκατό μπαρ και μοτέλ και στο τέλος, βανάκια που αλλάζουν συνάλλαγμα και κουβαλάνε ΑΤΜ. Κάθομαι κουρασμένα, παίρνω μια τσανγκ ακόμα και κοιτάω τον κόσμο που περνάει. Μια γριά τηγανίζει παραδίπλα, ένας τύπος με χαϊμαλιά πουλάει ξύλινα βατράχια και ένας αρουραίος τρέχει κάτω από τα τραπέζια. Ανάβω τσιγάρο. Χαμογελάω.