2007/04/19

ξύδια και ταξίδια

Όταν ο Χέμινγουεη δεν ψάρευε, δεν κυνήγαγε και δε γάμαγε, έπινε σα να μην υπάρχει μεθαύριο. Το ίδιο και ο Λόντον, αν και στα τελευταία του χάλασε, πέρα από το να σκάβει για χρυσάφι και να γυρίζει τα νερά σε σαπιοκάραβα, τιμωρούσε το συκώτι του με εκρηκτικό ενθουσιασμό. Η λίστα θα μπορούσε να είναι πελώρια, αλλά για μένα αρκούνε αυτά τα δυο παραδείγματα γιαυτό που θέλω να δείξω - οι μεγάλοι ταξιδευτές είναι και μεγάλοι μπέκρες.


Δεν έχω γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου φανατικούς ταξιδιώτες που να μη γίνονται κωλοτρυπίδες από ξύδια με την πρώτη ευκαιρία. Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Ένας απαυτούς είναι η τυχοδιωχτική αρπαχτικότητα, η λαχτάρα για ποικιλία και αλλαγή, όταν βρίσκεις ποτά απαγορευμένα ή δυσεύρετα στον τόπο σου, αψέντια, υλικό από παράνομα αποσταχτήρια, αλκοόλ κρατημένο σε μποτίλιες με φίδια, κομμένο με αίμα ζώων και τα λοιπά. Υπάρχει μια θαυμαστή και αρμονική αντιστοιχία: άνθρωποι που καταλήγουν σε τόπους που διαθέτουν τέτοια ποτά, είναι οι μοναδικοί που μπορούν να πιούν τέτοια ποτά. Οι ντόπιοι, ένεκα η σταθερή διαθεσιμότητα, δε μαγεύονται από κάτι τέτοια. Εκτός φυσικά από τους ντόπιους αλκοόλες.


Ένας άλλος λόγος είναι πολιτιστικός και ανθρωπολογικός - γνωρίζεις ένα λαό και μια κουλτούρα καλύτερα πίνοντας τα σκευάσματά τους. Μαύρες μπύρες στην Ιρλανδία, φερνέτ και πίλσνερ στην Τσεχία, κρασί με καρυκεύματα και ρούμι στη Γερμανία, βότκα σε ρωσία και ανατολική ευρώπη, μπάιτζιο στην Κίνα, σότζιου και μακαλί στην Κορέα, μεκόνγκ ουίσκι στην Ταϋλάνδη, σάκε στην Ιαπωνία, τεκίλα στο Μεξικό, μπέρμπον στον αμερικάνικο νότο, παστίς στη Μασαλία. Το εθνικό ξύδι λέει περισσότερα για έναν τόπο απότι μπορεί να μαζέψει το λόνλυ πλάνετ και η σία παρέα. Ξεγυμνώνει την εθνική ψυχή με τον καλύτερο τρόπο.


Ο τρίτος λόγος είναι πανομοιότυπος με το ένστιχτο που οδηγά τον πάνθηρα να κατουρήσει γύρω από το δέντρο του - μαρκάρουμε την περιοχή μας, το βασίλειό μας. Προεκτείνοντας τη σκέψη αυτή, σημαδεύουμε την πορεία μας, τη διαδρομή μας, νοερά βάζουμε σημαιάκια στο χάρτη του νού μας, τις περιοχές που κατακτήσαμε - άλλοι μετράνε το πού έβγαλαν λεφτά ή που γάμησαν, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Κατουρώντας το Βολτάβα, ξερνώντας τις ακτές του ειρηνικού, κόβοντας οχτάρια σε προβλήτες της Ασίας, σαλιαρίζοντας με μπαρογκόμενες εκατό εθνικοτήτων, χαράζουμε μια προσωπική οδύσσεια κι αφήνουμε το στίγμα μας πριν μας προλάβει ο τάφος.




Επιπρόσθετος και σημαντικός λόγος είναι και τούτος: μαθαίνεις τον άλλο όταν τον δεις μεθυσμένο. Αυτή είναι μια σταθερά που διαπερνά όλες τις κουλτούρες και όλους τους ανθρωπότυπους. Ο μεθυσμένος είναι ο πιο ανοιχτός κι ειλικρινής άνθρωπος του σύμπαντος. Όλα αυτά που κρύβουνε ο καθωσπρεπισμός, η μάστιγα της πολιτικής ορθότητας, η τυπική επιφυλαχτικότητα, η υστεροβουλία που θέλει τους άλλους μέσα προς χρήσιν πάνε περίπατο μετά από μια χούφτα ποτά. Βλέπεις τις πρώτες ύλες του άλλου, τους φόβους του και τις ελπίδες του, τι ήθελε να γίνει και τι έγινε. Και φυσικά για τον ταξιδιώτη που πίνει με ντόπιους ή άλλους ταξιδιώτες, το ξύδι σπάζει τα στεγανά που θέτουν οι ξένες γλώσσες και συνήθειες και οδηγεί στην κατανόηση της αμοιβαίας ανθρωπιάς μας. Συνεκδοχικά, το να γίνεσαι λιωμίδι με ξένους σε ξένους τόπους, αίρει την καχυποψία με την οποία σε αντικρίζει ο απέναντι και ανοίγει απέραντους ορίζοντες προσωπικής εξέλιξης σε άλλους τόπους.


Πέρα από το σεβασμό που κερδίζεις πίνοντας ντόπια ζουμιά, αφήνεις πολύτιμο συνάλλαγμα σε μέρη λιγότερο ευνοημένα απτο δικό σου, τονώνεις την τοπική οικονομία, γίνεσαι πρεσβευτής του τόπου σου και συντηρείς μια πελώρια μηχανή που δυνητικά και κάποια στιγμή θα τερματίσει πολέμους, διακρίσεις και εχθρότητες, ένα πελώριο πλέγμα διακίνησης χρημάτων, προσώπων, ιδεών και καλής, μεθυσμένης, διάθεσης.


Κάθε ταξίδι είναι συνάμα και ταξίδι μέσα μας, στο βαθύτερο εαυτό μας. Καθισμένος σιωπηλός με ένα μπουκάλι κοριοζούμι μπροστά σου σε μια ξένη πόλη, βυθίζεσαι βαθύτερα μέσα σου απότι μετά από έξι χρόνια ψυχανάλυση. Και φυσικά επειδή κάποιος ταξιδεύει δε σημαίνει ότι οι δαίμονές του παύουν να του κρατούνε συντροφιά. Τα κουβαλάμε όλα μέσα μας, αυτά τα γεμάτα νύχια σκοτάδια που γρατζουνάνε τα σπλάχνα μας, και ζητάνε απαντήσεις καρφωμένες στον πάτο της μπουκάλας.




Το αλκοόλ είναι το καλύτερο λιπαντικό στη σύναψη ερωτικών και κοινωνικών σχέσεων, έμπνευση σε υγρή μορφή, θάρρος μέσα σε ποτήρι, ιστορίες και προτάσεις που ασφυκτυούν κάτω από το πώμα και θέλουν να τιναχτούν ελεύθερες. Πήγαινε σε μια πόλη που δεν ξέρεις κανέναν, που δεν ξέρεις τη γλώσσα, που δεν ξέρεις που θα μείνεις και γιατί, πήγαινε γραμμή στο μπάρ που βρίσκεται μακριά από την κεντρική πλατεία, μακριά από τα πολλά φώτα, το μπαρ δίπλα στη σιδηρογραμμή ή στα όρια της βιομηχανικής περιοχής, κάθισε και ζήτα ένα ποτήρι βαρελίσια και ένα ποτήρι ουίσκι. Συγχαρητήρια. Μόλις έκανες το πρώτο βήμα στη μακρά πορεία που κάνουμε όλοι μας για να κερδίσουμε πίσω τον εαυτό που μας έκλεψαν.

2007/04/17

Σιγκαπούρη Β' - Μαλαισία






Στην αίθουσα εκδικάζουν μια υπόθεση παράνομης εισόδου στη χώρα. Η δημοσιογράφος που με έβαλε μέσα είπε ότι μπαίνοντας, πρέπει να κάνω μια μικρή υπόκλιση στη μεριά του δικαστή. Όλα γίνονται στα αγγλικά, αλλά με πολύ αστεία προφορά. Η κατηγορούμενη έχει κινέζα μεταφράστρια. Βαριέμαι γρήγορα, βγαίνω έξω, με βαράει ο ήλιος. Νευρικοί αυτοί που περιμένουν τη σειρά τους, καπνίζουν στα σκαλιά.



Ξυπόλυτοι γυρίζουμε το ναό και την αυλή και κοιτάμε αμέτρητα αγάλματα ινδών θεών με φόντο τους ουρανοξύστες παραπίσω. Ένα πελώριο κεφάλι με γυριστά μουστάκια με κοιτάει μέσα σε ένα ναίσκο. Στα αετώματα, κεφάλια ελάφαντα και σώμα άντρα, γύρω μας ιερείς με κόκκινο στο κούτελο και μυστήρια ράσα και τύποι που προσεύχονται οκλαδόν. Δεν το είχα ξαναδεί αυτό το τελευταίο. Γύριζα τη μικρή ινδία ψάχνοντας κάρρυ της προκοπής, είχα δει το τζαμί στην τσάινατάουν, ο τύπος μου είχε δώσει φυλλάδιο με τις αρχές του Ισλάμ και στενοχωρήθηκε όταν του είπα ότι δεν είμαι μουσουλμάνος. Αλλά με τραβάνε οι ναοί, όπως όλα τα ύποπτα μέρη στον πλανήτη και υποχωρώ.





Γύρω στο 1500, μια κινέζα πριγκίπισσα έκανε ένα μεγάλο ταξίδι για να παντρευτεί το σουλτάνο της Μαλαισίας. Αυτό τον γάμο τον ακολούθησαν άλλοι και σμίξανε οι γραμμές αίματος και βάστηξε η παράδοση μέχρι τις μέρες μας. Oι περάνακαν έχουνε δέρμα πιο σκούρο και μάτια πιο στρογγυλά, βάφουνε τις προσόψεις των σπιτιών τους με δυνατά χρώματα και τρώνε φαγητά καφτερά, ψάρια με τσίλι και βοδινό ρεντάνγκ. Μιλάνε χόκιαν, μπλέκουνε κινέζικα και μαλαισιανά, κρατάνε έναν περίεργο βουδισμό. Μαρέσουνε τα χωνευτήρια από ράτσες που γεμίζουνε την αποστειρωμένη πόλη, μαρέσουνε κιαυτά που τρώνε και ας μου φέρνουν διάρροια. Πριν λίγες μέρες έμαθα ότι μια φίλη μου είναι ¼ περάνακαν. Τρελό παιδί. Μου φέρνει κακά όνειρα.




Κοντά στις γυναικείες φυλακές και το στρατόπεδο βασικής εκπαίδευσης των σιγκαπουριάνων, κάνουν πιάτσα τα τραβέλια. Τα πιο όμορφα που έχω δει στη ζωή μου. Αβαντάρονται από τη φύση οι ασιάτες τρανσέξουαλ και μετά την εγχείρηση με πολύ δυσκολία βλέπεις τη διαφορά. Η πλάκα είναι ότι παντού όπου πάω, αυτοί που με ξεναγούν αμέσως υποθέτουν τι θέλω να δω και πέφτουν μέσα διάνα. Εγώ ποτέ δεν προτείνω τίποτα. Πρέπει να είναι η φάτσα μου.

Στο γκευλάνγκ πάει κανείς για δύο λόγους, είτε για να φάει πάπια με ρύζι και πηχτή σάλτσα, είτε για να γαμήσει μια από τις πολλές πουτάνες που περιφέρονται κρατώντας ανοιχτόχρωμες ομπρέλες για κράχτη. Είναι σουρρεαλιστικοί αυτοί οι πενήντα περίπου δρόμοι και διαφορετικοί από την υπόλοιπη αποστειρωμένη πόλη-κράτος της σιγκαπούρης. Βλέπει κανείς τζαμιά και ισλαμικά σχολεία και τις μανάδες να συνοδεύουν τις πιτσιρίκες τους που φοράνε κάλυμμα στο κεφάλι. Βλέπει τους μαλαισιανούς μανάβηδες να πουλάνε ντούριαν, το πιο περίεργο φρούτο του κόσμου που μυρίζει τόσο έντονα που απαγορεύεται να το κουβαλήσει κανείς μέσα σε τρένα και λεωφορεία. Βλέπει γιάπηδες με κουστούμια να τρώνε πάπια σε πλαστικά τραπεζάκια για πέντε δολλάρια. Βλέπει και τις πουτάνες που κουράζονται από τον ήλιο και την αράζουνε σε καφενεία για να παζαρέψουνε την τιμή με επίδοξους πελάτες, ή γέρνουνε νωχελικά στα κατώφλια των σπιτιών τους. Πίνει κανείς χυμό από καρύδα ή ανανά, ακούει από δίπλα σιδερόβεργες να κόβονται σε αποθήκες, ανεβαίνει ο καπνός από τα τσιγάρα μαζί με τη θερμοκρασία και ξαφνικά, σκοτεινιάζει ο ουρανός και αρχίζει η τροπική βροχή, χοντρές ψιχάλες που πέφτουνε ζεστές στο δέρμα και σχεδόν εξατμίζονται χτυπώντας το οδόστρωμα.


Τα δίδυμα κανόνια κοιτάζαν κατανότου, ένα στο οχυρό σιλόζο στη Σεντόζα, ένα στο λαμπραντόρ πάνω στο νησί. Οι εγγλέζοι περιμένανε τον Αυτοκρατορικό Στόλο των Ιαπώνων, που ποτέ δεν ήρθε. Ο στρατηγός Γιαμασίτα υποσχέθηκε στον αυτοκράτορα ότι σε 100 μέρες θα κατέβει όλη τη χερσόνησο της Μαλαισίας μέχρι τη Σιγκαπούρη και τίμησε την υπόσχεσή του. Έμειναν άχρηστες οι οχυρώσεις και πήραν πανικόβλητοι οι άγγλοι να ανατινάζουνε τα τούνελ τροφοδοσίας και τις αποθήκες κάτω από τα όπλα. Κατέρρευσαν καταμέρος οι σήραγγες και άρχισε η ζούγκλα να επανακτεί τα εδάφη της. Φύτρωσαν πρασινάδες, αγρίεψαν και χάθηκαν οι πέτρες από τα μάτια των ανθρώπων.


Μισόν αιώνα αργότερα και στην τύχη τις ξαναβρήκαν και έστησαν πάλι τα τούνελ και κράτησαν τα βαρέλια και τα βλήματα και τις εφημερίδες της εποχής για τους τουρίστες και γιαυτούς που σαν και μένα βρίσκουνε καταφύγιο από την τροπική ζέστη μέσα σε ένα κομμάτι ιστορίας. Περιφέρομαι, ρίχνω τα δάχτυλά μου στους τοίχους, μυρίζω την υγρασία, αρπάζω το σκοινί που σήκωνε τις ξύλινες σανίδες που ανέβαζαν τα πυρομαχικά στην επιφάνεια. Φαντάζομαι την υποχώρηση, τους εθελοντές της φρουράς σιγκαπούρης και τους λίγους άγγλους στρατιώτες να τρέχουνε έξω από τις σήραγγες πριν σκάσουν τα εκρηκτικά, φαντάζομαι κι αυτούς που δε γλίτωσαν και τους μάζεψαν οι Ιάπωνες και αποφάσισαν να τους λιγοστέψουν με πελώριες πορείες κάτω από τον ήλιο, όταν έριχναν ράγες για να περάσουν τα τρένα εκείνων που τους έκλεψαν την αυτοκρατορία.







Πρώτα, έχεις τους μπαλινέζους χορευτές, που καταπίνουνε και ξαναφτύνουν φλόγες, ύστερα τις χορεύτριες σε ένα νωχελικό ρυθμό κουνώντας τους γοφούς τους με τους χαλκάδες στα πόδια τους να αντηχούν. Με ανεβάζουνε στη σκηνή, χειροκροτάνε οι τουρίστες, μου δίνουνε μια δάδα και τη σβήνω στη γλώσσα του αρχηγού των χορευτών. Μετά, γονατίζω και ρίχνω το κεφάλι πίσω, ο τύπος κάνει ότι θα βάλει τον πυρσό στο στόμα μου, νοιώθω την κάψα στη φάτσα μου, φοβάμαι ότι θα αρπάξουν τα γένια μου, αλλά την τελευταία στιγμή γυρίζει τη σβησμένη πλευρά στο στόμα μου. Δεν ψαρώνω. Κατεβαίνω, προχωρώ και μπαίνω στο τρενάκι.



Τραβάει μέσα στο ζωολογικό, κοιτάζουμε τα φλαμίγκος, τα λιοντάρια και διάφορα βαρετά θηράματα, κατεβαίνουμε, συνεχίζουμε με τα πόδια και μπαίνουμε σε ένα μεγάλο κλουβί με νυχτερίδες κρεμασμένες ανάποδα. Σκέφτομαι να κάνω καμιά μαλακία να τις ξυπνήσω και να αρχίσουνε να πετάνε οργισμένες γύρω γύρω, αλλά σοβαρεύομαι και το ξεχνάω. Κολλάνε τα ρούχα μου από ζέστη και υγρασία, τα κουνούπια τσιμπάνε όλους τους άλλους εκτός από μένα, βλέπω κάτι ιπτάμενους σκιούρους και τρωχτικά με πελώρια μάτια,την αράζω σε μια γωνία, κάνω τσιγάρο και ετοιμάζομαι να φύγω. Διψάω.






Κανονίζω να δω μια παλιά μου φίλη και κατεβαίνω στο κλαρκ κη. Τρώω καβούρια με τσίλι, πολύ τσίλι, έχω να χέσω 3 μέρες, πράμα που μου συμβαίνει σπανιότατα και δε μου αρέσει καθόλου. Πίνω μπύρα τάιγκερ, είμαι εύθυμος και γεμάτος ιδέες γεμάτες γωνίες και φυσικά κατορθώνω να βρω τραπεζάκι έξω από την μπυραρία, πάνω στο κανάλι, εκεί που επιτρέπεται να καπνίσω και παραγγέλνω μια ινδιάνικη ξανθιά μπύρα. Έχω μετανιώσει που τις πρώτες μέρες πίνω μόνο τάιγκερ σε μια έκρηξη του συντηρητισμού μου και παλεύω να διορθωθώ. Μιλάμε για δουλειές και τόπους και ανθρώπους και για μεγάλη μου ντροπή φεύγω πριν τα μεσάνυχτα και πάω να κοιμηθώ σε στρώμα κατάχαμα με τον ανεμιστήρα στα μούτρα μου.





Το πουλάου ουμπίν είναι στα στενά και πάει κανείς με καραβάκι από το τσάνγκγι, στα βορειοανατολικά της σιγκαπούρης. Nοικιάζουμε ποδήλατα και γυρίζουμε το νησί, πρώτα στα δυτικά εκεί που εκπαιδεύονται οι αστυνόμοι και ύστερα κατανότου, σε ένα θέρετρο που πίνουμε γάλα καρύδας για ξεδίψασμα και ταίζουμε ψωμί τα ψάρια. Ρίχνω ορθοπεταλιές στις ανηφόρες, σκαλώνω στους χωματόδρομους που βαστάνε ακόμα λάσπες από τη βροχή, χαιρετάω τους ψαράδες. Ένα σκυλί τρέχει πίσω μας, ζέστη, ζούγκλα, σαύρες στις άκρες των βάλτων. Μικροί κινέζικοι ναοί με θυμιάματα να καίνε, καλύβες για αναψυκτικά και απαγορευτικές πινακίδες γιαυτούς που θέλουνε να κολυμπήσουν.






Ψαρεύω γαρίδες για πρώτη φορά. Την πρώτη φορά είμαι πάντα τυχερός. Κέρδισα την πρώτη που έπαιξα χαρτιά, που πόνταρα σε σκυλιά, που έπιασα γκόμενα. Καλά την πρώτη φορά που μέθυσα και την πρώτη που έκανα σεξ δεν ήμουνα αστέρι,αλλά παρεκτρέπομαι. Δείτε με, έχω ποτήρια μπύρα μπροστά μου, τα τσιγάρα μου και κόβω μικρά κομματάκια το δόλωμα και το περνάω στο αγκίστρι. Ρίχνω, περιμένω για λίγο, τσιμπάει. Τραβάω το καλάμι κατακόρυφα, τινάζεται η γαρίδα, πιο μεγάλη από την παλάμη μου και σκαλώνει σε κάτι σύρματα από πάνω. Συνεχίζω. Στις 3 σταματάω. Βαρέθηκα και ήπια πολύ. Κρατώ τις γαρίδες για την άλλη μέρα και φεύγω.



Περνώντας τα σύνορα στο τζοχόρ, το αμάξι τραβάει βόρεια 134 χιλιόμετρα με την εθνική να χωρίζει τη ζούγκλα στα δύο. Στο μέρσινγκ κατεβαίνω να ψωνίσω μαλαισιανές σαγιονάρες και μου βγαίνει η παναγία μέχρι να βρω στο νούμερό μου. Φριχτή ζέστη, ψάχνουμε εισιτήρια για το φέρρι και καμπίνα στο νησάκι απέναντι. Φτάνοντας στην ξύλινη προβλήτα, δένουμε και πέφτει το σαγόνι μου. Φοίνικες, αμμουδιά, πράσινα νερά, βράχια και κοράλια. Μαζεύω τη χαρά μου, πετάω την τσάντα στην καμπίνα, φοράω μαγιό και την πέφτω στη θάλασσα. 5 το απόγεμα και τα νερά είναι ζεστά. Μετά από μια ώρα, την αράζω στο μοναδικό ανοιχτό εστιατόριο, ο τύπος βάζει στον ατμό τις γαρίδες που ψάρεψα την προηγούμενη μέρα στη φάρμα και κάνω ένα από τα καλύτερα γεύματα της ζωής μου.



Πέφτει η νύχτα, πέρνουμε καλάμια και πάμε να ψαρέψουμε καλαμάρια στην προβλήτα. Τα καλαμάρια τα ψαρεύει κανείς με ψεύτικο φωσφοριζέ δόλωμα και πρέπει να το κουνάει συνέχεια και γω βαριέμαι. Γεμίζω ένα κουτί πάγο και κάρλσμπεργκ, την αράζω με τα τσιγάρα μου κάτω από το σταυρό του νότου, συλλογιέμαι τους ανάποδους αστερισμούς και πίνω και ονειρεύομαι. Μυρίζει η θάλασσα, μυρίζουν οι κρέμες και τα αντηλιακά σε δεκάδες σφιχτά ασιάτικα σώματα, ταστέρια από πάνω, τρίζει το ξύλο, κρύα η μπύρα και σκέφτομαι την απίστευτη τύχη μου και όλα τα θαυμαστά που βλέπω και μυρίζω και γεύομαι και πιάνω και ακούω, σα να μου χρωστάνε οι θεοί. Είναι 3 η ώρα και πάω για ύπνο.



Σηκώνομαι το πρωί, πίνω γλυκό καφέ, τρώω ψαροκεφτέδες, και την κάνουμε με ένα καραβάκι για σνόρκελινγκ. Είμαι μικρές οι μάσκες, μπάζει νερά η δική μου, αρχίζω να πιστεύω ότι είναι ασύμμετρη η φάτσα μου και τα παρατάω. Αρχίζω να κάνω βουτιές από το καίκι στα ανοιχτά, ένα κύκλο γύρω απλωτές, πάλι πάνω σκαρφαλώνοντας σκοινιά, πάλι βουτιά και απλωτές μέχρι που κλατάρω, ανεβαίνω και την αράζω. Ο ήλιος κατακόρυφος μου καίει το δεξί πόδι αλλά σταρχίδια μου. Πόσοι συγκαιρινοί μου ψήνονται στους τροπικούς; Γυρίζουμε και τρώω τα χτεσινοβραδινά καλαμάρια μέχρι που πρήζομαι. Ξανά στο φέρρυ, πίσω στο μέρσινγκ, τρελό μποτιλιάρισμα σε όλο το δρόμο μέχρι τη σιγκαπούρη, στα σύνορα ψάχνουνε χώρο στο διαβατήριό μου για τη σφραγίδα, βραδυνή ψαρόσουπα, γυρίζω ψόφιος και καμμένος και την πέφτω για ύπνο.





Με πρησμένο πόδι γυρίζω το βιβλιοπωλείο, αγοράζω τρία βιβλία, ένα για μισθοφόρους, ένα για πειρατές και ένα εγχειρίδιο σκανδιναβικής μυθολογίας. Την αράζω για καφέ και τα ξεφυλλίζω. Τελειώνει ο χρόνος μου και δε μου αρέσει καθόλου, σκέφτομαι πάλι την επιστροφή μου στο βορρά. Διαβάζω λε καρρέ στο αεροπλάνο την άλλη μέρα, δε με πιάνει ύπνος, πάλι θέλω να φύγω και δε μπορώ.

2007/04/16

Σιγκαπούρη Α'







Ταμίλ μουσουλμάνοι που κοιτάνε με λαγνεία κινέζες με κοντές φούστες και φλιπ-φλοπ, αυτοί πάνε γραμμή για το τζαμί κι αυτές για ψώνια στο χόλιντέυ πλάζα. Ζυγίζω για λίγο την αδικία μέσα μου και μπαίνω για ψώνια. Μπισκότα με παστό ψάρι, ή το ντιβιντί με το σεξομαραθώνιο της Άναμπελ Τσονγκ; Ότι να’ναι, αρκεί να φύγω λίγο από την κάψα του δρόμου. Και φαντάζει λιωμένη λάβα, η πουτάνα άσφαλτος στους τροπικούς. Ανεβαίνουνε μυρωδιές από παντού, από τα κάρρυ των ινδών, από τις ιδρωμένες μασχάλες, από τα αποσμητικά, από τα λεωφορεία, από τη θάλασσα. Μου αρέσουνε οι συνοριακές πόλεις, όλοι οι μεθοριακοί σταθμοί και οι αντιστοιχίες που έχουνε με τα πολιτισμένα αστικά κέντρα. Ότι είναι το ΣενΤζέν για το Χονγκ Κονγκ, ότι ειναι το Τίσιν για την Οστράβα, είναι το Τζοχόρ για τη Σιγκαπούρη. Μια γέφυρα, ένας έλεγχος διαβατηρίου και εκατό μέτρα αργότερα βυθίζεσαι σε έναν άλλο κόσμο. Θυμόμουνα τη σιδηρογραμμή που με χώριζε κάποτε, στο Ρούντεπορτ, από τις παράγκες της Ντόμπσονβιλ.



Περπατάω. Κατά μήκος του δρόμου, gents' salon με τις ασχημότερες τσατσάδες κάτω από τον ήλιο. Εστιατόρια. Κομμωτήρια. Φοίνικες. Λιωμένοι εργάτες στα παγκάκια. Τζαμιά. Εμπορικά κέντρα. Βίλλες. Αλάνες. Καίγεται η φάτσα μου, ποτάμι ο ιδρώτας σε πλάτη και στήθος. Βλέπω ανεμιστήρες κάτω από τη λαμαρίνα και μπαίνω να φάω. Νουντλς με ψαρόμπαλες και κάρλσπεργκ εισαγωγής, επειδή το πήξανε στο τσιλι. Ανάβω τσιγάρο και χαζεύω τη χοντρή μαλαισιανή πάνω από τις κατσαρόλες της.


Πέθανε ένας πρώην πρόεδρος και ανοίξανε το προεδρικό μέγαρο στο κοινό. Περπατάω στους κήπους, βλέπω τις λίμνες, όλο αυτό το μυστήριο συνταίριασμα ζούγκλας και πόλης, χαζεύω τις μαθήτριες με τις κοντές μπλε φούστες και τις κόκκινες γραβάτες και μπαίνω μέσα. Ο παλιός αγγλικός θυρεός σε γιάλινη κάσα, dieu et mon droit, μάλιστα, αλλά κάπου χάλασε η αποικιοκρατική συνταγή της βασιλίσσης. Αίθουσα για ξένους απεσταλμένους, για δείπνο, για προσφώνηση, για διπλωματία και η μεγάλη μαρμάρινη σκάλα. Βαριέμαι και βγαίνω γρήγορα έξω. Δυο κορεάτισσες τουρίστριες θέλουνε να τις βγάλω φωτό, αλλά οπωσδήποτε να φαίνεται η σημαία πάνω στην οροφή. Κατηφορίζω, αγοράζω κάρτες, βγαίνω στο δρόμο. Το έκανα το τουριστικό το χρέος.




Μου αρέσει το μαρμάρινο λιοντάρι που φτύνει νερό και έχει ουρά γοργόνας. Μου αρέσει και ο ουρανοξύστης από πίσω και το παλιό δικαστήριο με το γήπεδο ποδοσφαίρου μπροστά, που χρησιμοποιείται πλέον για ιβέντς και παρελάσεις. Μου αρέσει και το άγαλμα του Σερ Ράφλς, που άραξε στην Σιγκαπούρη το 1819 και του φάνηκε καλή ιδέα να την κάνει αγγλική. Δύσκολο να μη σου αρέσει το οτιδήποτε κάτω από εκτυφλωτικό φως, που σπάει τις λεπτομέρεις και την ταχύτητα και δίνει άλλη ποιότητα στα πράματα. Το εκθεσιακό κέντρο, σχεδόν άδειο, απέναντι από τη Βελόνα, το μνημείο για τους πεσόντες στους δυο παγκόσμιους πολέμους. Πουλάνε παγωτό με ψωμί στους δρόμους. Χιλιόμετρα της Όρτσαρντ Ρόουντ, για χάζεμα βιτρίνας, παγωμένο τσάι κι αναζήτηση σκιάς. Στο Μπόρντερς για βιβλία. Επιστροφή με τρένα δίχως οδηγό στο Μπουκίτ Παντζάνγκ.




Σπούδασε, μου λέει, φιλοσοφία, γιατί δεν ήξερε τι ήθελε. Οι γονείς της ήταν ταοϊστές και αυτή κατέληξε χριστιανή καθολική. Τώρα την ενδιαφέρει να μάθει κάποια πράματα για τους ορθόδοξους, γιατί γουστάρει το τελετουργικό, τα μακριά μούσια, τα μαύρα ράσα, τη λειτουργία σε αρχαία γλώσσα. Εγώ, κοιτάζω τα μπούτια της που αστράφτουν ολόλευκα και το μικρό της στήθος που διαγράφεται κάτω από το σπαγγέτι τοπ και παραγγέλνω άλλη μια μπύρα. Μπάρονς, 8.8% αλκοόλ και παλεύω να τιθασέψω τις λαχτάρες μου. Σηκώθηκε για λίγο αεράκι, στεγνώνει ο ιδρώτας κάτω από το πουκάμισο και κοιτάζω γύρω μου, τους τουρίστες, τις ακριβές καφετέρειες, τα δέντρα, και ξέρω ότι η θάλασσα είναι λίγο μακρύτερα. Παίζουνε διάφορες γλώσσες γύρω μου, εγγλέζικα, μανδαρίκικα, χόκιεν, μαλέυ, αρπάζω νοήματα και λέξεις. Καταραμένη μονογαμία. Είναι και κείνος ο λέκτορας πιο δίπλα και θέλει να μιλήσουμε για μπίζνες. Τα ρίχνω όλα στη ζέστη.


Επιμένει να δούμε τα ροζ δελφίνια και εγώ επιμένω να ανεβούμε στο φρούριο. Κάπου στα μισά, βρίσκουμε τη λύση και πάμε πρώτα στο Φορτ Σιλόζο για να δούμε τα τούνελ και τις ρέπλικες των κανονιών και την ιστορία της ιαπωνικής κατοχής στη Σιγκαπούρη, μόνο που το κάνουμε στα γρήγορα και μου έρχεται δυσπεψία. Γενικά μου αρέσει να επισκέπτομαι πολεμικά μουσεία και φρούρια και να κατεβαίνω στα τούνελ και να μυρίζω την υγρασία. Μου αρέσει να φαντάζομαι τα 9ιντσα και τα 12ιντσα να στρέφονται στην ανοιχτή θάλασσα, ενώ βρετανοί αξιωματικοί αλά Άλεκ Γκίνες στη γέφυρα του ποταμού κβάι, γαυγίζουνε διαταγές βαστώντας παραμάσχαλα τη ράβδο και πιάνοντας το καλοχτενισμένο μουστάκι τους.




Ήταν όμως μεγάλα τα βορεινά σύνορα και κατέβηκαν με ταχύτητα οι γιαπωνέζοι και τα έβαλαν κυρίως με τους λευκούς και τους κινέζους που υποψιάζονταν προδότες. Οι ινδοί και οι μαλαισιανοί πέρασαν καλύτερα, ιδιαίτερα όσοι είχαν εκδηλώσει αντι-βρετανικά συναισθήματα και μετά πέρασε από πάνω τους η προπαγάνδα για αυτονομία σα νερό, αλλά δεν ψάρωσαν και χάθηκε.




Το 45 που έφυγαν οι γιαπωνέζοι, ενώ οι θυσίες των άγγλων επί κατοχής δε μπορούσαν να παραγραφούν, το αυτονομιστικό αίτημα γιγαντώθηκε για να γίνει πραγματικότητα η ανεξάρτητη Σιγκαπούρη 15 χρόνια αργότερα. Άλλα 2 χρόνια κυβερνήθηκε από τη Μαλαισία και μετά απέκτησε πλήρη ανεξαρτησία για να διαγράψει την πιο επιτυχημένη πορεία για πρώην αποικία στο τελευταίο μισό του προηγούμενου αιώνα. Προφταίνω να δω ένα τούνελ ακόμα; όχι! Γαμημένα ροζ δελφίνια.




Ο κήπος είναι για τη ζούγκλα, ότι είναι ο σκύλος για το λύκο. Πάει να πει, φύση χειραγωγημένη, εξευγενισμένη, υπό έλεγχο. Τώρα που το σκέφτομαι, κατά κανόνα η επαφή μας με τη φύση γίνεται μέσα από υποκατάστατα, διότι θέλουμε να δούμε τις πεταλούδες αλλά δε γουστάρουμε να μας τσιμπάνε τα κουνούπια.



Με τέτοιες σκέψεις περπατάω δίπλα στις λιμνούλες και τα ρυάκια και τα παγκάκια και τα μαγαζιά που πουλάνε καρτ ποστάλ. Μπαίνω και στον κήπο με τις ορχιδέες, δεύτερο εισιτήριο στο καπάκι, και περπατάω και ιδρώνω. Πολλές νέες ποικιλίες από ορχιδέες ανακαλύπτονται κάθε χρόνο και φαντάζομαι ότι και αυτοί που τις βαφτίζουνε έχουνε βαρεθεί τα λατινικά ονόματα που δίνανε οι γερμανοί φυσιοδίφες το 18ο αιώνα, και ψάχνουνε για κάτι πιο εξάϊτινγκ. Δεκτό. Στο κάτω κάτω, ένα λουλούδι μπορεί να έχει το επίσημο όνομά του, π.χ, χαράλαμπος σταυρόπουλος, αλλά οι φίλοι του να το φωνάζουνε μπάμπης ο σουγιάς. Έτσι, περνάω και θαυμάζω ορχιδέες με ονόματα όπως «πριγκίπισσα Νταϊάνα», «Νέλσον Μαντέλα» και πάει λέγοντας. Σκαλώνω μόνο μπροστά σε μια που λέγεται, ορχιδέα Μάργκαρετ Θάτσερ.

Αυτό, με διασκεδάζει για περίπου 6 λεπτά. Μέχρι δηλαδή που αντικρίζω την ορχιδέα Ρίκυ Μάρτιν.





Ο ζωολογικός κήπος της Σιγκαπούρης είναι μοναδικός επειδή δεν έχει ούτε ένα κλουβί. Υπάρχουνε ορισμένοι χώροι για ορισμένοι είδη που είναι οροθετημένοι με τάφρους, ή βράχους ή κάτι τέλος πάντων που εξασφαλίζει ότι δε θα σε κουτουλίσει ο ρινόκερος, αλλά η εντύπωση ότι βρίσκεσαι σε πραγματικά φυσικό χώρο είναι πολύ ισχυρή. Ειδικά όταν απέναντί σου και χωρίς προστατευτικά αντικρίζεις ένα δράκο από το Κομόντο ή λιοντάρια, ή λευκές τίγρεις. Μετά, έχουνε και όλες αυτές τις περιοχές με κλιματικές συνθήκες βροχοδάσους, όπου μπαίνεις κάτω από το τεράστιο δίχτυ με τον ανυπόφορο κλιματισμό και λούζεσαι στον ιδρώτα ενώ χαζεύεις τα ιγκουάνα. Συνεχίζω να πιστεύω ότι στην Πρετώρια έχουνε το καλύτερο τμήμα ερπετών σε ζωολογικό κήπο, αλλά και αυτός δε με χάλασε. Πέτυχα τους κροκόδειλους σε περίοδο ζευγαρώματος, όπου τα αρσενικά βγάζουνε ένα βαθύ γουργουρητό με κρότους – κάτι σα σολάρισμα μπάσο μέχρι που μπαίνουνε τα ντραμς στο κομμάτι – και είδα και τη μεγαλύτερη χελώνα που έχω δει στη ζωή μου. Μετά τάισα και κάτι λεμούριους μπανάνες, κι ας μην έπρεπε.

Έχουνε εκπαιδεύσει τους ελέφαντες και τα πιθήκια και κάνουνε διάφορα σόου κάθε μέρα, του στυλ Χάρυ (ελέφαντας) ζωγράφισε με την προβοσκίδα σου και Τζώνυ ( χιμπατζής) κατέβασε τις καρύδες από το δέντρο και δείξε μου πόσο κάνει 7+4 και άλλα τέτοια που κάνουνε τους φιλόζωους να βγάζουν πετάλες. Εμένα δε με ενοχλεί καθόλου. Αυτό τον πόλεμο τον κερδίσαμε. Αν είχανε κερδίσει τα ερπετά, θα κοιτάγανε εμένα κλεισμένο σε με γυάλινη προθήκη, με τα αβλέφαρα γυάλινα μάτια τους και τις φολίδες τους να στραφταλίζουνε στον ήλιο.



Μυρίζει ο αέρας αντιηλιακό και θάλασσα και περνάνε οι μικρές πάνω σε πατίνια και ποδήλατα, ενώ ένα γκρουπ ινδών σε κύκλο συστήνονται μεταξύ τους. Μακρύτερα από την παραλία, τα τάνκερ πιάνουν λιμάνι και γιαυτούς που δουλεύουνε οι φοίνικες είναι πολύ μακριά. Κάψα, κατάλευκο φως, ιδρώτας, παγωτά. Πιτσιρικάδες βουτάνε, οι κόρες απλώνονται στην άμμο, και πρέπει η όρασή μου να έχει βελτιωθεί καθώς από απόσταση βλέπω ακόμα μια σταγόνα θάλασσα να γυαλίζει στο λάκο του λαιμού τους. Λίγοι μουσουλμάνοι ρίχνουν ματιές σα μαχαίρια κάτω από τα πυκνά φρύδια τους, λευκοί περιφέρουνε τις κοιλιές και τα παιδιά τους και γω αρχίζω να πεινάω.
Τρώω μεγάλα καβούρια με σάλτσα πιπέρι και η εμπειρία είναι απερίγραπτη. Ξεπερνά τα γαστρονομικά και την κατατάσω στο χώρο της ερωτικής έκστασης. Ακόμα και χωρίς πιπέρι η καβουρόψυχα είναι φανταστική, αλλά είναι το μπαχάρι που σε κάνει να γλύφεις ακόμα και τις δαγκάνες, ακόμα κιαν καίγεσαι στους τροπικούς και δε μπορείς να κάνεις τσιγάρο εκεί που υπάρχει κλιματισμός.


Όπως το χόλλαντ βίλλατζ, κλασάτη και πανάκριβη περιοχή, με μπαρ πάνω στο κανάλι και μπυραρίες, 13 σιγκαπουριάνικα δολλάρια το μπουκάλι. 8 ποτηράκια των 2 ουγγιών στο δοκιμαστήριο, από ξανθές μπύρες μέχρι stout. Στο διπλανό τραπέζι, σε άλλο τόνο, σχεδόν τον έχει ρίξει μια κόρη τον αμερικάνο. Χαμογελά, με αγχωμένη βιασύνη βγάζει το πορτοφόλι του. Πέφτουν τα μάτια μου στα πολύχρωμα χτίρια του καναλιού και κάνω σχέδια.


Κάπου χαθήκαμε, αλλά είχα ώρα και δε με πείραξε. Ο ταξιτζής ζήταγε συνέχεια συγγνώμη κι έκανα να τον χαλαρώσω. Φανταστικό μουσάκι και γκρίζα κοτσίδα. Κινέζος 3ης γενιάς, άψογα αγγλικά και λίγα μαλαισιανά. Άρχισε να βρέχει με ένταση για ένα τέταρτο και μετά σταμάτησε. Η ζέστη αμείωτη και το νερό εξατμιζόταν στο οδόστρωμα φτιάχνοντας σύννεφα υδρατμών. Φτάσαμε κέντρο. Ομιλητικότατος, αριστερά βλέπουμε αυτό, δεξιά τούτο και γω αμίλητος. Σκεφτικός είσαι, μου λέει. Δουλειές τρέχουνε, αποκρίνομαι.

Στη γωνία Όρτσαρντ και Σκοτ, εδώ θα σε αφήσω λέει, έχει μποτιλιάρισμα μπροστά . Σε αυτό τον πύργο έρχονται πολύ ξένοι, είναι τίγκα στα μπαρ και τα κλαμπ και εκεί βρίσκονται πολλές δεσποινίδες από την Ταυλάνδη και τις Φιλιπίνες που προσφέρουνε διασκέδαση και χαλάρωση σε κυρίους.

Χάνομαι για λίγο στο βιβλιοπωλείο και βγαίνω πιο έξω για καφέ. Πήρε να βρέχει πάλι άγρια, σκοτεινιά αλλά παλαβή ζέστη, κι όλοι ταχαίνουνε το βήμα προς τους σταθμούς του τρένου και των λεωφορείων. Κοιτάζω το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Φορσάυθ, όταν σκάει κεραυνός. Σηκώνουνε τα μάτια όλοι, μια οικογένεια που πίνει κοκακόλες, ένας φοιτητής που χαζεύει δίπλα, μια μικρή που περιμένει το ραντεβού της. Άργησε, αλλά μάλλον η βροχή θα είναι. Ή μπορεί και όχι.



Πληρώνω τον καφέ, σηκώνομαι και περπατάω λίγο, τσαλαβουτώντας. Από τότε που διάβασα τη ρήση του Τσουνεμότο ( όποιος τρέχει στη βροχή κατορθώνει μόνο να βραχεί περισσότερο) την έχω δει σαμουράι. Μπαίνω σε ένα λεωφορείο και επιστρέφω.